Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η προσφώνηση

  • 1 речь

    речь ж (выступление, разговор) о λόγος, η ομιλία* приветственная \речь η προσφώνηση; выступить с \речью, произнести \речь εκφωνώ (или βγάζω) λόγο; \речь идёт о... πρόκειται για..., γίνεται λόγος για..
    * * *
    ж
    (выступление, разговор) ο λόγος, η ομιλία

    приве́тственная речь — η προσφώνηση

    вы́ступить с речью, произнести́ речь — εκφωνώ ( или βγάζω) λόγο

    речь идёт о... — πρόκειται για..., γίνεται λόγος για...

    Русско-греческий словарь > речь

  • 2 вокатив

    лингв. 1. (звательный падеж) η κλητική (πτώση) 2. (обращение) η προσφώνηση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вокатив

  • 3 обращение

    1. (вращение вокруг своей оси) η περιστροφή
    - планет астр. η περιφορά των πλανητών
    2. (циркуляция, напр. в системе) η κυκλοφορία
    пускать в - что-л. βάζω κάτι σε -
    3. (адресование) η αναφορά, η παραπομπή
    (просьба речь) η έκκληση, η επίκληση
    4. (превращение) η μεταμόρφωση, η μεταβολή, η μετατροπή 5. (манипулирование) ο χειρισμός 6. грам. η προσφώνηση (σε κλητική πτώση).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обращение

  • 4 адрес

    адрес
    м
    1. ἡ διεύθυνση [-ις], ἡ σύσταση [-ις], ἡ ἐπιγραφή:
    послать письмо́ по \адресу στέλνω τό γράμμα στον προορισμό του; писать на чей-л. адрес γράφω στήν διεύθυνση κάποιου;
    2. (письменное приветствие) ἡ προσφώνηση [-ις], ὁ χαιρετισμός; ◊ обращаться не по \адресу κάνω λάθος τή σύσταση.

    Русско-новогреческий словарь > адрес

  • 5 приветственный

    приве́тств||енный
    прил χαιρετιστήριος:
    \приветственныйенная речь ἡ προσφώνηση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > приветственный

  • 6 приветствие

    приве́тств||ие
    с ὁ χαιρετισμός / ἡ προσφώνηση (речь):
    ответить на \приветствиеис ἀνταποδίδω χαιρετισμό, ἀντιχαιρετώ / ἀντιπροσφωνώ (речью)· обратиться с \приветствиеием χαιρετίζω, προσφωνώ· обменяться \приветствиеиями ἀνταλλάσσω χαιρετιστήρια.

    Русско-новогреческий словарь > приветствие

  • 7 речь

    речь
    ж
    1. (способность говорить) ὁ λόγος, ἡ μιλιά:
    органы речи τά ὀργανα του λόγου· дар речи ἡ εὐγλωττία, τό χάρισμα τοῦ λόγου· потерять дар речи χάνω τή λαλιά μου, βουβαίνομαν владеть речью ξέρω νά μιλώ, ἔχω τό λέγειν
    2. (язык) ἡ γλώσσα:
    изысканная \речь ἡ περίτεχνη γλώσσα· устная \речь ὁ προφορικός λόγος·
    3. (разговор, беседа) ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία, ἡ κουβέντα:
    \речь идет о том, чтобы... λέμε ὀτι..., ἡ συζήτηση γίνεται γιά...· заводить \речь (о чем-л.) ἀνοίγω κουβέντα· об этом не может быть и речи ὁϋτε λόγος νά γίνεται·
    4. (выступление) ἡ ὀμιλία, ὁ λόγος, ἡ ἀγό-ρευση [-ις] / ἡ προσφώνηση [-ις] (в торжественных случаях).

    Русско-новогреческий словарь > речь

  • 8 адрес

    -а, πλθ.α.
    1. διεύθυνση, σύσταση•

    вот вам мой домашний адрес νά τε τη διεύθυνση του σπιτιού μου.

    || διαμονή•

    переменить адрес αλλάζω διαμονή.

    2. προσφώνηση, χαιρετισμός•

    поднести адрес προσφωνώ, χαιρετίζω.

    εκφρ.
    не по -у – λάθος στη διεύθυνση•
    по -у – προς•
    в адрес – στη διεύθυνση, στο όνομα του...

    Большой русско-греческий словарь > адрес

  • 9 благородие

    ουδ.
    ευγένεια (τίτλος)•

    ваше благородие η ευγένεια σας (τιμητική προσφώνηση).

    Большой русско-греческий словарь > благородие

  • 10 голубчик

    α. (θωπευτική προσφώνηση) αγαπητέ μου, καλέ μου, χρυσέ μου.

    Большой русско-греческий словарь > голубчик

  • 11 застольный

    επ.
    του τραπεζιού, της τάβλας•

    -ая песня τραγούδι της τάβλας•

    -ая речь πρόποση• προσφώνηση•

    -ая беседа συνομιλία κατά το γεύμα.

    -ая ουσ. θ.
    τραγούδι της τάβλας, βακχικό άσμα.

    Большой русско-греческий словарь > застольный

  • 12 здравица

    θ.
    πρόποση• προσφώνηση•

    провозгласить -у кого-н. πίνω στην υγεία κάκοιον.

    Большой русско-греческий словарь > здравица

  • 13 мамаша

    θ.
    1. βλ. мама (1 σημ.).
    2. (προσφώνηση σε ηλικιωμένη γυναίκα), μαντάμ.

    Большой русско-греческий словарь > мамаша

  • 14 обращение

    ουδ.
    1. στροφή, γύρισμα• κατεύθυνση.
    2. μεταβολή, μετατροπή•

    обращение дробей в десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδικούς.

    || μεταποίηση• αλλαγή.
    3. κυκλοφορία (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)• пустить в -θέτω σε κυκλοφορία•

    изъять из -я βγάζω από την κυκλοφορία.

    4. αφοσίωση, επίδοση•

    обращение к науке αφοσίωση στην επιστήμη.

    5. αλλαξοπιστία•

    обращение в христианство εκχριστιανισμός.

    6. τροπή•

    обращение в бегство τροπή σε φυγή, κατατρόπωση.

    7. χρησιμοποίηση (προς όφελος).
    8. συμπεριφορά, φέρσιμο μεταχείριση•

    хорошее καλή συμπεριφορά•

    жестокое обращение κακομεταχείριση.

    9. έκκληση, πρόσκληση επίκληση•

    обращение со-вта мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης.

    10. (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση).

    Большой русско-греческий словарь > обращение

  • 15 отец

    отца, κλητ. παλ. отце α.
    1. πατέρας•

    отец мой! πατέρα μου!•

    родной отец πατέρας γεννήτορας (σε αντίθεση με τον θετόν)•

    приёмный отец ο θετός πατέρας, ο ψυχοπατέρας.

    || ενδιαφερόμενος σαν πατέρας.
    2. (πλθ. -цы) οι πρόγονοι, οι προπάτορες•

    наши- -цы οι προπάτορές μας.

    3. παλ. πλθ. -цы οι προεστοί οι πρόκριτοι.
    4. γενάρχης•

    Геродот – отец истории ο Ηρόδοτος είναι ο πατέρας της ιστορίας.

    || (προσφώνηση)• πατέρα.
    5. (εκκλσ.)• отец Афанасий ο πάτερ Αθανάσιος•

    святые -цы οι πατέρες της εκκλησίας•

    -цы собора οι πατέρες της συνόδου.

    || αρχηγός•

    отец семейства αρχηγός της οικογένειας, ο οικογενειάρχης.

    Большой русско-греческий словарь > отец

  • 16 превосходительство

    ουδ.
    1. παλ. εξοχότητα (τίτλος).
    2. (διπλωματική προσφώνηση)•

    ваше -! η εξοχότητά σας!

    Большой русско-греческий словарь > превосходительство

  • 17 приветственный

    επ.
    χαιρετιστήριος
    приветственныйая речь προσφώνηση, προσαγόρευση•

    -ое письмо χαιρετιστήριο γράμμα•

    -ые крики (возгласы) επευφημίες.

    Большой русско-греческий словарь > приветственный

  • 18 родимый

    επ.
    1. (απλ.) προσφιλής, φιλτατος, υπεραγαπητός.
    2. ουσ. (κλήση, προσφώνηση)• πατέρα• -ая μητέρα. || πλθ. -ые οι γονείς.
    εκφρ.
    - ое пятно – α) στίγμα, κηλίδα στο δέρμα εκ γενετής, β) έμφυτο φαινόμενο• επιβίωση•
    - мые пятна капитализма – καπιταλιστικές επιβιώσεις.(αγιάτρευτες πληγές αυτού).

    Большой русско-греческий словарь > родимый

  • 19 родной

    επ.
    1. γνήσιος, καθαρός• πραγματικός•

    родной отец πραγματικός πατέρας (όχι πατριός)•

    -ая мать πραγματική μάνα (όχι μητριά)•

    брат γνήσιος (καθ εαυτού) αδερφός.

    || συγγενής.
    2. ουσ. πλθ. -ые οι συγγενείς•

    у него нет -ых αυτός δεν έχει συγγενείς•

    дальние -ые μακρινοί συγγενείς.

    3. της γέννησης•

    родной край, -ая сторона η ιδιαίτερη πατρίδα, η γενέτειρα•

    родной город η γενέτειρα πόλη•

    -ое село το χωριό που γεννήθηκα, χωριό-γενέτειρα.

    4. αγαπητός, ακριβός, προσφιλής• εγκάρδιος• επιστήθιος. || (κλήση, προσφώνηση)• αγαπητέ, καλέ, φίλτατε.
    εκφρ.
    родной язык – μητρική γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > родной

  • 20 спич

    α.
    προσφώνηση κατά το γεύμα.

    Большой русско-греческий словарь > спич

См. также в других словарях:

  • προσφώνηση — η / προσφώνησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσφωνῶ] το να απευθύνει κανείς χαιρετιστήριο λόγο, η προσλαλιά, η προσαγόρευση αρχ. 1. αφιέρωση («τετιμημένος ὑπ αὐτοῡ προσφωνήσεσι γραμμάτων φιλοσόφων», Πλούτ.) 2. μεταβίβαση ιδιοκτησίας 3. δήλωση, διακήρυξη 4.… …   Dictionary of Greek

  • προσφώνηση — η προσαγόρευση, προσλαλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσφωνήσῃ — προσφωνήσηι , προσφώνησις addressing fem dat sg (epic) προσφωνέω call aor subj mid 2nd sg προσφωνέω call aor subj act 3rd sg προσφωνέω call fut ind mid 2nd sg προσφωνέω call aor subj mid 2nd sg προσφωνέω call aor subj act 3rd sg προσφωνέω call… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • μέλε — (Α) αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ , ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ ἡμῑν ἀξίας», Αριστοφ.) β) σαρκαστικά,… …   Dictionary of Greek

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • τατά — και τάτα και τέττα και τατί Α 1. προσφώνηση από έναν φίλο σε άλλον ή, κατ άλλους, τιμητική προσφώνηση από νεώτερο σε μεγαλύτερο ή, κατ άλλους, ο πατέρας 2. (μόνον ο τ. τατί) προσφώνηση δούλου στην ερωμένη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. υποκοριστικοί τής… …   Dictionary of Greek

  • αμμά — ἀμμὰ και ἀμμάς, η (AM) μητέρα μσν. 1. προσφώνηση ηγουμένης 2. προσφώνηση κάθε μοναχής 3. γυναίκα όχι μοναχή αρχ. 1. παραμάννα, τροφός 2. ἀμμάς επίθ. τής Ρέας και τής Δήμητρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη χαρακτηριστική τής νηπιακής γλώσσας (πρβλ. λατ. amma). Ο …   Dictionary of Greek

  • ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η …   Dictionary of Greek

  • πουλάκι — και παλ. τ. πουλλάκι, το, Ν [πουλί] υποκορ. κάθε μικρό πουλί, κυρίως ωδικό («τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στη χαλκουμάτα», δημ. τραγούδι) 2. νεοσσός κότας, κοτοπουλάκι 3. μικρό πέος ή πέος μικρού παιδιού 4. φρ. α) «πουλάκι μου» i) προσφώνηση… …   Dictionary of Greek

  • σερ — (Cher). Νομός της Γαλλίας (έκτ. 7.235 τ. χλμ., 321.900 κάτ.) με πρωτεύουσα την πόλη Μπουρζ (Bourges). Ο νομός είναι καθαρά αγροτικός. Υπάρχουν εκεί μεγάλες εκτάσεις καλλιεργημένες με σιτηρά, καθώς και αμπελώνες που παράγουν εκλεκτό κρασί.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»